Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοκρατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεοκρατικός -ή -ό [θeokratikós] Ε1 : που σχετίζεται με τη θεοκρατία, που αναφέρεται σ΄ αυτήν: Θεοκρατική κοινωνία / μοναρχία. Θεοκρατικές ιδέες / αντιλήψεις. Ο παπισμός ανέπτυξε θεοκρατικές τάσεις.

[λόγ. < γαλλ. théocratique < ελνστ. θεοκρατ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες