Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοδόλιχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεοδόλιχος ο [θeoδólixos] Ο19 : όργανο που χρησιμοποιείται για μετρήσεις γωνιών στην αστρονομία και στην τοπογραφία.

[λόγ. < γαλλ. théodolite με παρετυμ. αρχ. δολιχός `μακρύς, μακρινός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες