Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεογνωσία η [θeoγnosía] Ο25 : η γνώση του Θεού και των εντολών του και η συμμόρφωση προς αυτές. ΦΡ βάζω / φέρνω κπ. σε ~, τον συμμορφώνω, τον οδηγώ στο σωστό δρόμο.
[λόγ. < ελνστ. θεογνωσία]
[Λεξικό Κριαρά]
- θεογνωσία η.
-
- 1) Η γνώση του Θεού, των εντολών του Θεού:
- (Ιστ. Βλαχ. 2724).
- 2) Η πίστη στο Θεό:
- (Εγκ. αγ. Δημ. 10783).
[μτγν. ουσ. θεογνωσία. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Η γνώση του Θεού, των εντολών του Θεού: