Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεο
117 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεο- [θeo] & θεό- [θeó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & θε- [θe], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. θεός ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα, ρήματα και τα παράγωγά τους. I. διατηρώντας τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά της λέξης Θεός: 1α. σε αντικειμενικά σύνθετα, δηλώνει ότι η ρηματική έννοια του β' συνθετικού έχει ως αντικείμενο το Θεό, τα θεία: ~μπαίχτης, ~σεβής, ~φοβούμενος. β. σε ρηματικά επίθετα σε -τος δηλώνει ότι η ενέργεια του β' συνθετικού γίνεται από το Θεό: θεόπεμπτος, θεόπνευστος, θεόσταλτος. || ~κατάρατος, που τον έχει καταραστεί ο Θεός ή, και με αρατική σημασία, που είθε / μακάρι να τον καταραστεί ο Θεός, ~μίσητος· ~σκοτωμένος. γ. δηλώνει ότι αυτό που αναφέρεται ως β' συνθετικό αφορά το Θεό, σχετίζεται με το Θεό: ~γνωσία, ~γονία, ~δικία, ~λογία· ~ποιώ. 2. σε παρατακτικά σύνθετα, προσθέτει τα χαρακτηριστικά της λέξης Θεός στην έννοια του β' συνθετικού: Θεάνθρωπος, Θεός και άνθρωπος συγχρόνως· επωνυμία του Iησού Xριστού. IIα. (λαϊκότρ.) με μεγεθυντική λειτουργία σε σύνθετα ουσιαστικά: ~βάρελο, πολύ μεγάλο βαρέλι· ~κούταλο. || (επιτατικά) ~γυναίκα, όμορφη γυναίκα. β. με επιτατική λειτουργία σε σύνθετα επίθετα· (πρβ. κατα-, ολο-): θεόγυμνος, τελείως γυμνός, ~σκότεινος, θεότρελος, θεόφτωχος.

[I: αρχ. & λόγ. < αρχ. θε(ο)- θ. της λ. θεό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. θεο-λογία & λόγ. < νλατ., διεθ. theo- < αρχ. θεο-: θεο-δικία < γαλλ. théodicée· II: μσν. θεο-: μσν. θεο-χαριτωμένος < αρχ. θεο- (βλ. σημ. I1β): ελνστ. θεο-κατάρατος, θεό-πνευστος)]

[Λεξικό Κριαρά]
θεοαπολεσμένος, μτχ. επίθ.
  • Θεοκατάρατος:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 432).

[<ουσ. Θεός + μτχ. παρκ. του απολλύω]

[Λεξικό Κριαρά]
θεοβάδιστος, επίθ.
  • (Ως επίθ. του όρους Σινά) που πάνω του βάδισε ο Θεός:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 6).

[<ουσ. Θεός + βαδίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεοβάδιστος -η -ο [θeováδistos] Ε5 : στην έκφραση το θεοβάδιστο όρος, το όρος Σινά.

[λόγ. < μσν. θεοβάδιστος < θεο-I + βαδισ- (βαδίζω) -τος]

[Λεξικό Κριαρά]
θεογεννήτρια η.
  • Η μητέρα του Θεού, η Παναγία:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 43).

[<ουσ. Θεός + γεννήτρια. Η λ. τον 4. αι. (Lampe, λ. ία)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεογνωσία η [θeoγnosía] Ο25 : η γνώση του Θεού και των εντολών του και η συμμόρφωση προς αυτές. ΦΡ βάζω / φέρνω κπ. σε ~, τον συμμορφώνω, τον οδηγώ στο σωστό δρόμο.

[λόγ. < ελνστ. θεογνωσία]

[Λεξικό Κριαρά]
θεογνωσία η.
  • 1) Η γνώση του Θεού, των εντολών του Θεού:
    • (Ιστ. Βλαχ. 2724).
  • 2) Η πίστη στο Θεό:
    • (Εγκ. αγ. Δημ. 10783).

[μτγν. ουσ. θεογνωσία. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεογονία η [θeoγonía] Ο25 : η καταγωγή και η γέννηση των θεών, η γενεαλογία τους. || η σχετική παράδοση, διήγηση: H «Θεογονία» του Hσιόδου.

[λόγ. < αρχ. θεογονία]

[Λεξικό Κριαρά]
θεογονία η· θεογονιά.
  • Κτίση, δημιουργία του κόσμου:
    • έτος της θεογονιάς (Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν. 7).

[αρχ. ουσ. θεογονία]

[Λεξικό Κριαρά]
θεόγραφος, επίθ.
  • Που έχει γραφεί από το Θεό:
    • πλάκας τας θεογράφους (Παϊσ., Ιστ. Σινά 37).

[<ουσ. Θεός + γράφω. Η λ. τον 4. αι. (Lampe)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες