Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θεμελιωτικός, επίθ.
-
- Βασικός:
- τα θεμελιωτικά δόγματα του χριστιανισμού (Χριστ. διδασκ. Προοίμ. [γ1]).
[<θεμελιώνω + κατάλ. ‑τικός. Η λ. τον 5. αι. (Lampe)]
- Βασικός: