Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεμελιωτής ο [θemeliotís] Ο7 : αυτός που δημιουργεί, που συγκροτεί τη βάση, την αρχή: ~ ενός κράτους / μιας θρησκείας. Ο Aριστοτέλης θεωρείται ~ πολλών επιστημών.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. θεμελιωτής < θεμελιω- (δες θεμελιώνω) -τής]