Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεματοφύλακας ο [θematofílakas] Ο5 : αυτός που προασπίζει κτ., ώστε αυτό να εξακολουθεί να υπάρχει: H εκκλησία κατά την Tουρκοκρατία υπήρξε ο ~ τόσο του χριστιανισμού όσο και των εθνικών ιδανικών. ~ των ιερών και των οσίων της φυλής.
[λόγ. θεματ- (θέμα) 1 -ο- + -φύλακας]