Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεματικός 1 -ή -ό [θematikós] Ε1 : που αναφέρεται στο θέμα 11. α. που έχει ως βάση κάποιο θέμα: Θεματική κατάταξη των βιβλίων μιας βιβλιοθήκης, με βάση το θέμα που πραγματεύονται. Θεματική ενότητα, ενότητα με βάση το ίδιο θέμα: Στη μελέτη αυτή υπάρχουν δύο θεματικές ενότητες, η μια σε σχέση με την οικονομία και η άλλη σε σχέση με την πολιτική. Ο ~ πυρήνας του μυθιστορήματος είναι ένα βίωμα του συγγραφέα. β. (ως ουσ.) η θεματική, σύνολο θεμάτων: H θεματική του αρχαίου θεάτρου στρέφεται κυρίως γύρω από τη μυθολογία.
θεματικά ΕΠIΡΡ. ) -ique = -ικός· β: γερμ. Thematik < αρχ. θέμα][λόγ.: α: γαλλ. thématique < thémat- < αρχ. θεματ- (δες θέμα
1
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεματικός 2 -ή -ό : (γλωσσ.) που ανήκει, αναφέρεται στο θέμα 2: Θεματικό φωνήεν, που βρίσκεται στην πριν από την κατάληξη συλλαβή. || που σχηματίζεται με θεματικό φωνήεν. ANT αθέματος: Θεματική κλίση. Θεματική συζυγία.
[λόγ. < ελνστ. θεματικός]