Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θεμέλιος ο· θεμελιός· πληθ. θεμελοί.
-
- α) Θεμέλιο:
- (Μαχ. 5929)·
- β) (μεταφ.) θεμέλιο, βάση, στήριγμα:
- η ανωτάτη αρετή της αγάπης … ένι ρίζα, θεμελιός … όλων των αρετών (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 74).
[αρχ. ουσ. θεμέλιος. Ο τ. και σήμ. κυπρ.]
- α) Θεμέλιο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεμέλιος -α -ο [θemélios] Ε6 : (λόγ.) μόνο στην έκφραση ~ λίθος: α. η πρώτη πέτρα που τοποθετείται συνήθ. σε επίσημη τελετή κατά τη θεμελίωση ενός κτιρίου: Ο υπουργός έβαλε το θεμέλιο λίθο του νέου δικαστικού μεγάρου. β. (μτφ.) για ό,τι αποτελεί τη βάση ενός θεσμού, μιας κοσμοθεωρίας κτλ.: Tο κοινοβούλιο αποτελεί το θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας.
[λόγ. < αρχ. θεμέλιος]