Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεμέλιο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεμέλιο το [θemélio] Ο40 : 1. (συνήθ. πληθ.) α. το κατώτερο τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και που πάνω του στηρίζεται η όλη κατασκευή: Θεμέλια σπιτιού / πολυκατοικίας / οικοδομής. Στερεά / γερά θεμέλια. Ρίχνω θεμέλια, τα κατασκευάζω. Tο σπίτι είναι ακόμα στα θεμέλια, στο στάδιο κατασκευής των θεμελίων, στην αρχή. β. κοίλωμα σκαμμένο στο έδαφος μέσα στο οποίο κατασκευάζονται τα θεμέλια: Aνοίγω / σκάβω τα θεμέλια. Εργάτες καταπλακώθηκαν από όγκους χωμάτων κατά την εκσκαφή των θεμελίων της οικοδομής. 2. (μτφ.) το στοιχείο που πάνω του στηρίζονται άλλα, το σημείο στήριξης, η βάση: Tο κοινοβούλιο, η αυτοδιοίκηση κι ο συνδικαλισμός, είναι τα θεμέλια της δημοκρατίας. Οι απόψεις του στηρίζονται σε γερά θεωρητικά θεμέλια. Tα θεμέλια του έθνους / της κοινωνίας. Tα θεμέ λια μιας επιστήμης, το αρχικό στάδιο συγκρότησής της. (λόγ.) ΦΡ εκ θεμελίων: Tο δικτατορικό καθεστώς κλονίζεται / σείεται εκ θεμελίων, από τη βάση του· ΣYN ΦΡ εκ βάθρων.

[1: αρχ. θεμέλιον ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. θεμέλιος· 2: λόγ. με βάση το θεμελιώνω2 & σημδ. γαλλ. fondement]

[Λεξικό Κριαρά]
θεμέλιον το· θεμέλιο· γεν. θεμελιού.
  • 1)
    • α) Θεμέλιο:
      • (Ζήν. Β´ 406
      • έκφρ. από θεμελιού = (με ρ. που σημαίνει «καταστρέφω») συθέμελα, ολοκληρωτικά (εδώ μεταφ.):
        • (Διακρούσ. 866
    • β) (μεταφ.) θεμέλιο, βάση, στήριγμα:
      • τα θεμέλια της καρδίας μου απέσω εσέναν έχουν (Λίβ. Sc. 1470
      • στύλε, θεμέλιο, καύχημα που σ’ έχουσι οι Κορνάροι (Ζήν. Πρόλ. 64).
  • 2) (Μεταφ.) αιτία:
    • Η μάνητα του βασιλιού είναι δίχως θεμέλιο (Ερωτόκρ. Γ´ 995).

[αρχ. ουσ. θεμέλιον. Ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
θεμέλιος ο· θεμελιός· πληθ. θεμελοί.
  • α) Θεμέλιο:
    • (Μαχ. 5929
  • β) (μεταφ.) θεμέλιο, βάση, στήριγμα:
    • η ανωτάτη αρετή της αγάπης … ένι ρίζα, θεμελιός … όλων των αρετών (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 74).

[αρχ. ουσ. θεμέλιος. Ο τ. και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεμέλιος -α -ο [θemélios] Ε6 : (λόγ.) μόνο στην έκφραση ~ λίθος: α. η πρώτη πέτρα που τοποθετείται συνήθ. σε επίσημη τελετή κατά τη θεμελίωση ενός κτιρίου: Ο υπουργός έβαλε το θεμέλιο λίθο του νέου δικαστικού μεγάρου. β. (μτφ.) για ό,τι αποτελεί τη βάση ενός θεσμού, μιας κοσμοθεωρίας κτλ.: Tο κοινοβούλιο αποτελεί το θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας.

[λόγ. < αρχ. θεμέλιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες