Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θελόποιμα το.
-
- Ενέργεια που ευχαριστεί:
- να προσφέρει αυτό για θελόποιμά του ομπροστά στον Κύριο (Πεντ. Λευιτ. I 3).
[<θελοποιώ + κατάλ. ‑μα]
- Ενέργεια που ευχαριστεί: