Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θειούχος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θειούχος -α -ο [θiúxos] Ε4 : που περιέχει θείο: Θειούχες πηγές. Θειούχα λουτρά. ~ ψευδάργυρος / κασσίτερος.

[λόγ. θεί(ον) + -ούχος μτφρδ. νλατ. sulfureus < λατ. sulfureus]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες