Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θειούχος -α -ο [θiúxos] Ε4 : που περιέχει θείο: Θειούχες πηγές. Θειούχα λουτρά. ~ ψευδάργυρος / κασσίτερος.
[λόγ. θεί(ον) + -ούχος μτφρδ. νλατ. sulfureus < λατ. sulfureus]