Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θειαφίζω [θxafízo] -ομαι Ρ2.1 : ψεκάζω, ραντίζω ή καπνίζω κτ. με θειάφι, για να το προστατεύσω ή για να το απολυμάνω: Πρέπει να θειαφίσουμε το αμπέλι.
[θειάφ(ι) -ίζω]