Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεατρινισμός ο [θeatrinizmós] Ο17 : ενέργεια, κίνηση, συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από υπερβολή και προσποίηση και που στοχεύει στον εντυπωσιασμό και στην παραπλάνηση: Άσε τους θεατρινισμούς κι έλα να μιλήσουμε σοβαρά.
[λόγ. θεατρίν(ος) -ισμός]