Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεατρινίστικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεατρινίστικος -η -ο [θeatrinístikos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει η υπερβολή και η προσποίηση: Tους ξεγέλασε με τα θεατρινίστικα καμώματά του. θεατρινίστικα ΕΠIΡΡ.

[θεατρίν(ος) -ίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες