Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεατρινίστικος -η -ο [θeatrinístikos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει η υπερβολή και η προσποίηση: Tους ξεγέλασε με τα θεατρινίστικα καμώματά του.
θεατρινίστικα ΕΠIΡΡ. [θεατρίν(ος) -ίστικος]