Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θείωση η [θíosi] Ο33 : 1. το θειάφισμα. 2. (χημ.) εμπλουτισμός μιας ουσίας με θείο ή με θειούχα ένωση: ~ του καουτσούκ, βουλκανισμός.
[λόγ. θεί(ον) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. sulfurisation (δες στο θειάφι)]