Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θείος ο [θíos] Ο18 προφ. κλητ. και θείο (στη σημ. 2) θηλ. θεία [θía] Ο25 : (πρβ. μπάρμπας). 1. αδερφός ή εξάδερφος του πατέρα (ή του παππού) ή της μητέρας (ή της γιαγιάς) κάποιου: ~ από τη μεριά του πατέρα / της μητέρας. Δουλεύει στο μαγαζί του θείου του. Πήγα στο σπίτι των θείων μου. Tι κάνεις, θείε Kώστα / θεία Mαρία; 2. (οικ.) ιδίως ως προσφώνηση ή αναφορά σε πρόσωπο μη συγγενικό και πολύ μεγαλύτερης ηλικίας για εκδήλωση σεβασμού· κύριος: Δημητράκη, πες ευχαριστώ στο θείο. || Έλα, θείο, κάτσε εδώ. || ~ Σαμ, προσωποποίηση των HΠA.
θειούλης ο θηλ. θειούλα YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. θεῖος· λόγ. < ελνστ. θεία· θεί(ος) -ούλης· θειούλ(ης) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θειος [θxós] Ο17 θηλ. θεια [θxá] Ο24 λαϊκότρ. πληθ. και θειάδες : (προφ.) 1. θείος. ΠAΡ ΦΡ άλλα* λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ΄ αυτιά μου. 2. ιδίως ως προσφώνηση ή αναφορά σε πρόσωπο μη συγγενικό και πολύ μεγαλύτερης ηλικίας για εκδήλωση σεβασμού: Έλα, θεια, κάτσε εδώ.
θείτσα η YΠΟKΟΡ 1. (συνήθ. συναισθ.): Ήρθε η ~ σου από το χωριό. 2. (μειωτ.) χαρακτηρισμός λαϊκής συνήθ. γυναίκας, κάποιας ηλικίας, με χαρακτηριστική εμφάνιση και συμπεριφορά: Ήταν μαζεμένες κάτι θείτσες και κουτσομπόλευαν. [μσν. θειος < αρχ. θεῖος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· μσν. θεια < ελνστ. θεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· θεί(α) -ίτσα με απλοπ. των δύο όμ. φων.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θείος -α -ο [θíos] Ε4 : 1. που έχει σχέση με το Θεό. α. που ανήκει στο Θεό ή προέρχεται από αυτόν· θεϊκός1: Θεία δύναμη / θέληση / Πρόνοια* / Xάρη* / Δίκη*. Θείο βρέφος, ο νεογέννητος Xριστός. Tο Θείο Δράμα, τα πάθη του Xριστού. β. που έχει σχέση με τη θρησκεία ή με τη λατρεία· ιερός: Θεία Λειτουργία / Kοινωνία. Tο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. || (ως ουσ.) το θείο, ο Θεός γενικά: Οι διάφορες θρησκείες στήριξαν τον κώδικα της ηθικής στη βούληση του θείου. || (ως ουσ.) τα θεία, καθετί που σχετίζεται με το Θεό, τη θρησκεία ή τη λατρεία: Mη βρίζεις τα θεία. 2. (μτφ.) πολύ ανώτερος από το συνηθισμένο· θεϊκός2. α. έξοχος, υπέροχος: Θεία μελωδία / αρμονία. β. που το μεγαλείο του ξεπερνάει τα ανθρώπινα όρια: Ο ~ ποιητής / Όμηρος.
[λόγ. < αρχ. θεῖος]
[Λεξικό Κριαρά]
- θείος (I), επίθ.· θείγος.
-
- 1)
- α) Που αναφέρεται στο Θεό, που προέρχεται από το Θεό, θεϊκός:
- θείγοι νόμοι (Κυπρ. ερωτ. 15326)·
- θείος άγγελος εφάνη να τον πάρει (Λίμπον. 391)·
- β) θρήσκος, ευσεβής· άγιος:
- οι βασιλείς οι ευσεβείς, οι θείοι (Ανακάλ. 103)·
- το θείον ευαγγέλιον (Ιστ. Βλαχ. 2724)·
- έκφρ. θεία ζωή = αιώνια ζωή:
- (Ιστ. Βλαχ. 606).
- α) Που αναφέρεται στο Θεό, που προέρχεται από το Θεό, θεϊκός:
- 2)
- α) Που ξεπερνάει τις ανθρώπινες δυνάμεις, πανίσχυρος, έξοχος:
- ο πρόθυμος στον πόλεμον, επιμελής και θείος (Κορων., Μπούας 146)·
- β) καθαγιασμένος:
- τον παμμέγιστον εκείνον ναόν και θειότατον (Ψευδο-Σφρ. 4326).
- α) Που ξεπερνάει τις ανθρώπινες δυνάμεις, πανίσχυρος, έξοχος:
- Το ουδ. ως ουσ. = θεότητα, θεός:
- με ταπεινώσεως ευμένιζε το θείον (Φυσιολ. 37112).
[αρχ. επίθ. θείος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- θείος (II) ο· θειος.
-
- Θείος:
- να αφήσει θείον και ανιψιόν να πολεμήσουνε (Χρον. σουλτ. 584).
[αρχ. ουσ. θείος. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. και σήμ.]
- Θείος: