Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεία η· θεια.
-
- Θεία:
- (Έκθ. χρον. 474), (Πεντ. Λευιτ. XX 20).
[μτγν. ουσ. θεία. Ο τ. (Βλάχ.) και η λ. και σήμ.]
- Θεία:
- θεια- [θ
a] : (λαϊκότρ.) άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-)· (πρβ. θείος, θειος)· προσδιορίζει βαφτιστικό θηλυκό όνομα και χρησιμοποιείται σε προσφωνήσεις συγγενικών και μη προσώπων μεγαλύτερης ηλικίας: θεια-Mαρία, θεια-Παύλαινα. [< ουσ. θεια ως α' συνθ. με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]
- θειάφη η· τεάφη· τειάφη.
-
- Θειάφι:
- συσκευασία εκ νίτρου, τεάφης και καρβούνου (Δούκ. 2653).
[<ουσ. θειάφι(ον) + κατάλ. ‑η. Ο τ. τεάφη στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]
- Θειάφι:
- θειάφι το [θxáfi & θ(iá)fi] Ο44 (χωρίς πληθ.) : το χημικό στοιχείο θείο: Bαριά μυρουδιά από ~ που καίγεται. Kίτρινος σαν (το) ~, πολύ ωχρός.
[μσν. θειάφι(ν) < ελνστ. θειάφιον < αρχ. θεῖον `θειάφι ως φυσικό ορυκτό που το χρησιμοποιούσαν για απολύμανση και κάθαρση΄]
- θειαφίζω [θxafízo] -ομαι Ρ2.1 : ψεκάζω, ραντίζω ή καπνίζω κτ. με θειάφι, για να το προστατεύσω ή για να το απολυμάνω: Πρέπει να θειαφίσουμε το αμπέλι.
[θειάφ(ι) -ίζω]
- θειάφιον το· δειάφι· θεάφιον· τεάφι· τειάφι(ν)· τειάφτι(ν)· γεν. τεάφου.
-
- Θειάφι:
- Τειάφι και πίσσα … και κατράμι (Αχέλ. 1776).
[<αρχ. ουσ. θείον + κατάλ. ‑άφιον. Ο τ. δειάφι στο Somav. (λ. θειάφι, γρ. διάφι) και σήμ. κρητ. Ο τ. θεάφιον στον Ησύχ. (L‑S). Οι τ. τεάφιν και τειάφι (γρ. τιάφι) στο Du Cange (λ. τεάφη). Τ. θειάφι στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. το 12. αι. (L‑S)]
- Θειάφι:
- θειάφισμα το [θxáfizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θειαφίζω.
[θειαφισ- (θειαφίζω) -μα]
- θειαφιστήρι το [θxafistíri] Ο44 : εργαλείο με το οποίο γίνεται το θειάφισμα.
[θειαφισ- (θειαφίζω) -τήρι]