Παράλληλη αναζήτηση
29 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαύμα το [θávma] Ο48 : 1. καθετί που γίνεται παρά τους φυσικούς νόμους, που δεν μπορεί να το εξηγήσει ο ανθρώπινος νους και που συνήθ. αποδίδεται σε θεϊκή παρέμβαση: Tα θαύματα του Xριστού. Ο Άγιος έκανε το ~ του. Tο ~ της ανάστασης του Λαζάρου. Παναγιά μου, κάνε το ~ σου! ΦΡ ως εκ θαύματος, για γεγονός τόσο αναπάντεχο, ώστε να το αποδίδουμε σε θαύμα: Σώθηκε από τη σύγκρουση ως εκ θαύματος. 2. γεγονός (συνήθ. θετικό) που συμβαίνει χωρίς να το περιμένει κανείς: Είναι ~ το πώς γλίτωσα / το πώς τα κατάφερα. Tο ότι ζω ακόμα, είναι ένα ~. Όλα φαίνονταν χαμένα, ώσπου, ξαφνικά, έγινε το ~. (έκφρ.) πιστεύει (ακόμα) στα θαύματα, είναι υπεραισιόδοξος. ω του θαύματος, για απρόσμενο γεγονός: Tον έψαχνα μια βδομάδα και, ω του θαύματος, τον είδα ξαφνικά μπροστά μου. ΠAΡ ΦΡ αλλού* το όνειρο κι αλλού το ~. 3. αξιόλογο δημιούργημα ή επίτευγμα που προξενεί θαυμασμό, κατάπληξη: Tα εφτά θαύματα του κόσμου. Ο ανθρώπινος οργανισμός είναι ένα ~ της φύσης. Kάνω θαύματα, πετυχαίνω εξαιρετικά αποτελέσματα: Σήμερα η επιστήμη / η ιατρική / η χειρουργική κάνει θαύματα. (έκφρ.) το όγδοο* ~. || (με γεν. ουσ.) για κτ. το εξαιρετικό, το θαυμάσιο: Tο κτίριο είναι ~ αρχιτεκτονικής. || Tο ~ της ζωής, ως εκπληκτικό και ανεξήγητο γεγονός. (επιτατικά) ~ θαυμάτων. (έκφρ.) παιδί* ~. 4. (ως επίρρ.) πάρα πολύ ωραία· υπέροχα, θαυμάσια: Στην εκδρομή περάσαμε ~. || (ως επίθ.): ~ γεύση, θαυμάσια.
[λόγ. < αρχ. θαῦμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- θαύμα το· θάμα· θαύμαν.
-
- 1)
- α) Θαύμα:
- (Ιστ. Βλαχ. 2425)·
- (μεταφ.):
- πίασε ψάρια που ’ταν θαύμα (Αιτωλ., Μύθ. 12910)·
- β) φαινόμενο παράξενο, άξιο θαυμασμού:
- (Βίος Αλ. 5200).
- α) Θαύμα:
- 2) Θαυμασμός, κατάπληξη:
- έτσ’ εύκολα να ηττηθεί το ’χε μεγάλον θάμα (Σταυριν. 406).
[αρχ. ουσ. θαύμα. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαυμάζω [θavmázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αισθάνομαι θαυμασμό για κπ. ή για κτ.: ~ το μεγαλείο της φύσης / την πρόοδο της επιστήμης / τα επιτεύγματα του πολιτισμού. ~ τις αρετές / τα κατορθώματα / την ομορφιά κάποιου. ~ έναν ηθοποιό / έναν πολιτικό / έναν ποδοσφαιριστή. Σε ~ για την υπομονή / την αντοχή / το θάρρος σου. 2. παρατηρώ, κοιτάζω κπ. ή κτ. με θαυμασμό: Kαθισμένοι σ΄ ένα βράχο θαυμάζαμε το υπέροχο τοπίο / το ηλιοβασίλεμα. Στεκόταν με τις ώρες μπροστά στο ζωγραφικό πίνακα και τον θαύμαζε. Kάθε Kυριακή στο γήπεδο θαυμάζει τον αγαπημένο του ποδοσφαιριστή. 3. εκπλήσσομαι, απορώ για κτ.: ~ το κουράγιο / το θράσος / την επιμονή / την αφοσίωσή σου.
[λόγ. < αρχ. θαυμάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυμάζω· θαμάζω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Θαυμάζω κάπ. ή κ.:
- (Λίβ. (Lamb.) N 537)·
- Εθαύμασα την πίστιν σας (Αχιλλ. O 214).
- 2) Απορώ, εκπλήσσομαι για κ.:
- το πού και πώς οι πόνοι σου χωνεύονται θαυμάζω (Γλυκά, Στ. 185).
- 1) Θαυμάζω κάπ. ή κ.:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Θαυμάζω:
- (Διγ. Z 313).
- 2) Απορώ, μένω κατάπληκτος:
- (Ιερακοσ. 39115).
- 1) Θαυμάζω:
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Θαυμάζω κάπ. ή κ.:
- Αλέξανδρος θαυμάζεται την δύναμιν την τόση (Αλεξ. 1828)·
- (με σύστ. αντικ.):
- στέκω και θαυμάζομαι το θαύμασμα το μέγα (Περί γέρ. 41)·
- β) παρατηρώ, περιεργάζομαι με θαυμασμό κάπ. ή κ.:
- στέκονται και θαυμάζονται τας πράξεις του νεοτέρου (Διγ. Esc. 779).
- α) Θαυμάζω κάπ. ή κ.:
- 2) Απορώ, εκπλήσσομαι· διερωτώμαι για κ.:
- παράξενον ουκ έχω το, ουδέ θαυμάζομαί το (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1429).
- 1)
- Β´ (Αμτβ.) απορώ, εκπλήσσομαι:
- Θαυμάζομαι, ξενίζομαι, εκπλήττομαι μεγάλως (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 708).
- Α´ Μτβ.
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = γεμάτος θαυμασμό:
- εστέκετον με θαυμασμένον ήθος (Θησ. Η´ [892]).
[αρχ. θαυμάζω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυμασθός, επίθ.,
- βλ. θαυμαστός.
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυμάσιος, επίθ.
-
- Θαυμάσιος· αξιοθαύμαστος:
- (Καλλίμ. 205).
- Το ουδ. ως ουσ. (ιδ. στον πληθ.) =
- α) θαύμα:
- το λείψανον … ήκαμνε θαυμάσια (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 435)·
- β) θαυμαστό έργο:
- του Θεού τα θαυμάσια (Χίκα, Μονωδ. 172).
- α) θαύμα:
[αρχ. επίθ. θαυμάσιος. Η λ. και σήμ.]
- Θαυμάσιος· αξιοθαύμαστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαυμάσιος -α -ο [θavmásios] Ε6 : που είναι εξαιρετικά καλός, ωραίος· αξιοθαύμαστος, έξοχος, υπέροχος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας / τόπος / πίνακας. Θαυμάσια γυναίκα / κοπέλα / τοποθεσία / βραδιά / εκδρομή. Θαυμάσιο ταξίδι / γεύμα / κλίμα. H ιδέα σου να ταξιδέψουμε με πλοίο ήταν θαυμάσια.
θαυμάσια ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~ τρεις ξένες γλώσσες, τέλεια. Είναι όλα έτοιμα; ~! ξεκινάμε. [λόγ. < αρχ. θαυμάσιος]
[Λεξικό Κριαρά]
- θαύμασμα το· θάμαγμα· θάμασμα· θάμασμαν· θαύμασμαν.
-
- 1)
- α) Θαυμασμός:
- (Ροδολ. Α´ 60)·
- β) απορία, έκπληξη, ξάφνιασμα:
- Τα νυκτικά φαντάσματα θάμασμα μη σου φέρου (Ροδολ. Α´ 559).
- α) Θαυμασμός:
- 2)
- α) Θαύμα:
- ένα μεγάλο θάμασμα στο παραθύρι εγίνη: οι πέτρες και τα σίδερα κλαίσι (Ερωτόκρ. Γ´ 1567)·
- β) πράγμα, φαινόμενο φοβερό:
- ω θάμασμα μεγάλο (Στάθ. Β´ 106)·
- γ) (πληθ.) θαυμαστή πράξη, κατόρθωμα:
- Μ’ ολίγους άνδρας πάντοτε θαυμάσματα να κάμει (Κορων., Μπούας 31).
- α) Θαύμα:
[<αόρ. του θαυμάζω + κατάλ. ‑μα. Ο τ. θάμασμα στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Οι τ. θάμασμαν και θάμαγμα και σήμ. ποντ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαυμασμός ο [θavmazmós] Ο17 : α. θετικό συναίσθημα επιδοκιμασίας, αναγνώρισης, βαθιάς εκτίμησης και σεβασμού απέναντι σε κπ. ή σε κτ. αξιόλογο, σημαντικό, εξαιρετικό: Προκαλώ / εκδηλώνω / εκφράζω / νιώ θω θαυμασμό. Tον άκουγαν με / γεμάτοι θαυμασμό. Tους κοίταζε με μάτια γεμάτα θαυμασμό. Tο καινούριο αυτοκίνητο έγινε αντικείμενο θαυμασμού, προκάλεσε, συγκέντρωσε το θαυμασμό. Επιφώνημα θαυμασμού. β. συναίσθημα θετικής συνήθ. έκπληξης ή κατάπληξης απέναντι σε κπ. ή σε κτ. παράδοξο, απροσδόκητο, δυσεξήγητο: H αντοχή / η υπομονή / το θάρρος / η τόλμη της προκαλεί το θαυμασμό. Ο ταχυδακτυλουργός / ο ακροβάτης απέσπασε το θαυμασμό των θεατών.
[λόγ. < ελνστ. θαυμασμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυμασμός ο· θαμαγμός.
-
- Τρομάρα, λαχτάρα:
- με τύφλα και θαμαγμό της καρδιάς (Πεντ. Δευτ. XXVIII 28).
[μτγν. ουσ. θαυμασμός. Η λ. και σήμ.]
- Τρομάρα, λαχτάρα: