Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαυματουργία
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θαυματουργία η.
  • Θαύμα:
    • (Λεηλ. Παροικ. 460).

[αρχ. ουσ. θαυματουργία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες