Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαυματοποιός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαυματοποιός ο [θavmatopiós] Ο17 : 1. αυτός που κάνει θαύματα: Είμαι γιατρός, δεν είμαι ~. 2. αυτός που κάνει ταχυδακτυλουργικά τεχνάσμα τα· ταχυδακτυλουργός: Aκροβάτες και θαυματοποιοί διασκέδαζαν τον κόσμο.

[λόγ. < αρχ. θαυματοποιός]

[Λεξικό Κριαρά]
θαυματοποιός ο.
  • Αυτός που κάνει θαύματα, αυτός που θαυματουργεί:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 278r).

[αρχ. ουσ. θαυματοποιός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες