Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυμαστός, επίθ.· θαμαστός· θαμαχτός· θαυμασθός.
-
- 1) Θαυμάσιος, εξαιρετικός:
- τόπον θαυμαστόν (Ιμπ. (Legr.) 663)·
- ιατρόν θαυμαστόν (Διήγ. Αλ. V 23)·
- (ως επίθ. υψηλών ή τιμώμενων προσώπων):
- θαυμαστού Αχιλλέως (Αχιλλ. O 170)·
- Μερκούριε θαυμαστέ (Κορων., Μπούας 16).
- 2)
- α) Θαυμαστός, αξιοθαύμαστος:
- κατορθώματα θαυμαστά (Διγ. Z 7)·
- β) άξιος απορίας:
- Το πώς δεν την εγκρέμνισαν, και θαυμαστόν το έχω, εκ τα πολλά κακόγνωμα τά έδειξεν εις πάντας (Χρον. Τόκκων 1301)·
- γ) πρωτοφανής, πρωτάκουστος:
- με θρήνος θαυμαστόν εθάψασιν την κόρην (Αχιλλ. N 1739)·
- δ) δυσβάστακτος· ακατόρθωτος:
- η παραγγιλιά ετούτη ος εγώ παραγγέλνω σε … όχι θαμαχτή αυτή από εσέν (Πεντ. Δευτ. XXX 11).
- α) Θαυμαστός, αξιοθαύμαστος:
- Το αρσ. ως ουσ. = γίγαντας:
- (Πεντ. Γέν. VI 4).
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. =
- α) αξιοθαύμαστες πράξεις, κατορθώματα:
- να περιγράψω θαυμαστά του Διγενούς εκείνου (Διγ. Α 3869)·
- β) αξιοθέατα:
- έστι θαυμαστά … εις αύτα τα μοναστήρια (Μηλ., Οδοιπ. 638).
- α) αξιοθαύμαστες πράξεις, κατορθώματα:
[αρχ. επίθ. θαυμαστός. Οι τ. θαμαστός και θαμαχτός και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Θαυμάσιος, εξαιρετικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαυμαστός -ή -ό [θavmastós] Ε1 : που προκαλεί το θαυμασμό· αξιοθαύμαστος: Έχει μια θαυμαστή ικανότητα να πείθει τους συνομιλητές του. Ο ~ κόσμος των ζώων. (έκφρ.) Mέγας είσαι, Kύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου: α. (εκκλ.) έκφραση θαυμασμού μπροστά στο θεϊκό μεγαλείο. β. (γενικότ.) έκφραση έντονης έκπληξης για κτ.
θαυμαστά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. θαυμαστός]