Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυμαστικός, επίθ.
-
- Θαυμαστός, αξιοθαύμαστος:
- πράγματα θαυμαστικά ήθελες καταστήσει (Κορων., Μπούας 78).
[αρχ. επίθ. θαυμαστικός. Η λ. και σήμ.]
- Θαυμαστός, αξιοθαύμαστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαυμαστικός -ή -ό [θavmastikós] Ε1 : που εκδηλώνει, που εκφράζει θαυμασμό: Θαυμαστικά επιφωνήματα. || (ως ουσ.) το θαυμαστικό*.
θαυμαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. θαυμαστικός]