Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαυμαστικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαυμαστικό το [θavmastikó] Ο38 : α. (γραμμ.) σημείο στίξης (!) που σημειώνεται ύστερα από τα επιφωνήματα ή από κάθε φράση που εκφράζει θαυμασμό, χαρά, ελπίδα, πόνο, φόβο, προσταγή κτλ., π.χ. «Aχ!» «Ποπό τι πάθαμε!» «Θαυμάσια!» β. το ίδιο σημείο με το οποίο χαρακτηρίζουμε κτ. ως άξιο θαυμασμού, απορίας: Σημείωσε ένα ~ στο περιθώριο της σελίδας.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. θαυμαστικός σημδ. γαλλ. point d΄exclama tion]

[Λεξικό Κριαρά]
θαυμαστικός, επίθ.
  • Θαυμαστός, αξιοθαύμαστος:
    • πράγματα θαυμαστικά ήθελες καταστήσει (Κορων., Μπούας 78).

[αρχ. επίθ. θαυμαστικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαυμαστικός -ή -ό [θavmastikós] Ε1 : που εκδηλώνει, που εκφράζει θαυμασμό: Θαυμαστικά επιφωνήματα. || (ως ουσ.) το θαυμαστικό*. θαυμαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. θαυμαστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες