Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαυμαστής ο [θavmastís] Ο7 θηλ. θαυμάστρια [θavmástria] Ο27 : 1. αυτός που αισθάνεται σεβασμό, εκτίμηση, αγάπη για κπ. ή για κτ.: ~ του ωραίου / της ελληνικής αρχαιότητας. Φανατικός ~. Ο ηθοποιός / ο ποιητής / ο συγγραφέας μοίραζε αυτόγραφα στους θαυμαστές του. 2. αυτός που θαυμάζει την ωραιότητα, τα προτερήματα κάποιου ή που αισθάνεται ερωτική έλξη για κπ.: Όμορφη κοπέλα, με πολλούς θαυμαστές. Tον πολιορκούν οι θαυμάστριές του.
[λόγ. < αρχ. θαυμαστής· λόγ. θαυμα σ(τής) -τρια]