Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυμάσιος, επίθ.
-
- Θαυμάσιος· αξιοθαύμαστος:
- (Καλλίμ. 205).
- Το ουδ. ως ουσ. (ιδ. στον πληθ.) =
- α) θαύμα:
- το λείψανον … ήκαμνε θαυμάσια (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 435)·
- β) θαυμαστό έργο:
- του Θεού τα θαυμάσια (Χίκα, Μονωδ. 172).
- α) θαύμα:
[αρχ. επίθ. θαυμάσιος. Η λ. και σήμ.]
- Θαυμάσιος· αξιοθαύμαστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαυμάσιος -α -ο [θavmásios] Ε6 : που είναι εξαιρετικά καλός, ωραίος· αξιοθαύμαστος, έξοχος, υπέροχος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας / τόπος / πίνακας. Θαυμάσια γυναίκα / κοπέλα / τοποθεσία / βραδιά / εκδρομή. Θαυμάσιο ταξίδι / γεύμα / κλίμα. H ιδέα σου να ταξιδέψουμε με πλοίο ήταν θαυμάσια.
θαυμάσια ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~ τρεις ξένες γλώσσες, τέλεια. Είναι όλα έτοιμα; ~! ξεκινάμε. [λόγ. < αρχ. θαυμάσιος]