Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαυμάζω [θavmázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αισθάνομαι θαυμασμό για κπ. ή για κτ.: ~ το μεγαλείο της φύσης / την πρόοδο της επιστήμης / τα επιτεύγματα του πολιτισμού. ~ τις αρετές / τα κατορθώματα / την ομορφιά κάποιου. ~ έναν ηθοποιό / έναν πολιτικό / έναν ποδοσφαιριστή. Σε ~ για την υπομονή / την αντοχή / το θάρρος σου. 2. παρατηρώ, κοιτάζω κπ. ή κτ. με θαυμασμό: Kαθισμένοι σ΄ ένα βράχο θαυμάζαμε το υπέροχο τοπίο / το ηλιοβασίλεμα. Στεκόταν με τις ώρες μπροστά στο ζωγραφικό πίνακα και τον θαύμαζε. Kάθε Kυριακή στο γήπεδο θαυμάζει τον αγαπημένο του ποδοσφαιριστή. 3. εκπλήσσομαι, απορώ για κτ.: ~ το κουράγιο / το θράσος / την επιμονή / την αφοσίωσή σου.
[λόγ. < αρχ. θαυμάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυμάζω· θαμάζω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Θαυμάζω κάπ. ή κ.:
- (Λίβ. (Lamb.) N 537)·
- Εθαύμασα την πίστιν σας (Αχιλλ. O 214).
- 2) Απορώ, εκπλήσσομαι για κ.:
- το πού και πώς οι πόνοι σου χωνεύονται θαυμάζω (Γλυκά, Στ. 185).
- 1) Θαυμάζω κάπ. ή κ.:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Θαυμάζω:
- (Διγ. Z 313).
- 2) Απορώ, μένω κατάπληκτος:
- (Ιερακοσ. 39115).
- 1) Θαυμάζω:
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Θαυμάζω κάπ. ή κ.:
- Αλέξανδρος θαυμάζεται την δύναμιν την τόση (Αλεξ. 1828)·
- (με σύστ. αντικ.):
- στέκω και θαυμάζομαι το θαύμασμα το μέγα (Περί γέρ. 41)·
- β) παρατηρώ, περιεργάζομαι με θαυμασμό κάπ. ή κ.:
- στέκονται και θαυμάζονται τας πράξεις του νεοτέρου (Διγ. Esc. 779).
- α) Θαυμάζω κάπ. ή κ.:
- 2) Απορώ, εκπλήσσομαι· διερωτώμαι για κ.:
- παράξενον ουκ έχω το, ουδέ θαυμάζομαί το (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1429).
- 1)
- Β´ (Αμτβ.) απορώ, εκπλήσσομαι:
- Θαυμάζομαι, ξενίζομαι, εκπλήττομαι μεγάλως (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 708).
- Α´ Μτβ.
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = γεμάτος θαυμασμό:
- εστέκετον με θαυμασμένον ήθος (Θησ. Η´ [892]).
[αρχ. θαυμάζω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.