Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαρρώ [θaró] Ρ10.9α λαϊκότρ. αόρ. και θάρρεψα, απαρέμφ. και θαρρέψει : (οικ.) έχω τη γνώμη, την πεποίθηση· νομίζω, πιστεύω: ~ πως κάνεις λάθος / ότι έχεις δίκιο. Θάρρεψες πως θα γλίτωνες; Σε θαρρούσα πιο έξυπνο. Όταν κοιτάζω αυτό το παιδί, ~ πως βλέπω τον πατέρα του. Mη θαρρείς πως τα ξέρεις όλα.
[μσν. θαρρώ (στη σημερ. σημ.) < αρχ. θαρρῶ `έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη σε κτ., πιστεύω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- θαρρώ· θάρρω· θαρσώ· αόρ. (ε)θάρρεσα· (ε)θάρρησα· μτχ. ενεστ. θαρρούμενος.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Παίρνω το θάρρος, τολμώ:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 665).
- 2)
- α) Ελπίζω, περιμένω κ.:
- να μη θαρρείτε να λάβετε βασίλειον (Ιστ. Βλαχ. 2679)·
- β) υπολογίζω σε κάπ. ή σε κ., «στηρίζομαι» σε κάπ.:
- Αφέντη σας εχάσατε, σε ποιον τώρα θαρρείτε; (Αλεξ. 1894)·
- φρ. είμαι θαρρούμενος =
- (α) ελπίζω:
- (Μαχ. 58625)·
- (β) «στηρίζομαι», υπολογίζω σε κ.:
- (Μαχ. 18228)·
- (γ) έχω εμπιστοσύνη:
- (Ασσίζ. 15116).
- (α) ελπίζω:
- α) Ελπίζω, περιμένω κ.:
- 3) Νομίζω, φαντάζομαι, πιστεύω κ.:
- τα μάτια σου βλέπω, θαρρώ και είναι βουρκωμένα (Διγ. O 2706).
- 4)
- α) Εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη σε κάπ.:
- θαρρούμεν εις εσέν (ενν. τον Κύριο) (Ιστ. Βλαχ. 2600)·
- β) εμπιστεύομαι κ. σε κάπ.:
- λόγον τινά απόκρυφον βούλομαί σοι θαρρήσαι (Διγ. Gr. 422)·
- φρ. ποιώ κάπ. θαρρούμενον = κάνω κάπ. να με εμπιστευτεί, τον πείθω:
- (Ασσίζ. 28312).
- α) Εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη σε κάπ.:
- 1) Παίρνω το θάρρος, τολμώ:
- Β´ Αμτβ.
- 1)
- α) Παίρνω θάρρος:
- εθαρρήσασιν οι Τρώες (Ερμον. Ν 101)·
- β) έχω θάρρος:
- θαρρών επιλογήθη (Αχιλλ. L 201).
- α) Παίρνω θάρρος:
- 2) Νομίζω, φαντάζομαι:
- Δεν είν’ δικοί σου, σα θαρρείς (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [588]).
- 3) Εμπιστεύομαι:
- (Διήγ. παιδ. 278).
- 1)
- Η μτχ. θαρρούμενος ως επίθ. =
- 1) Σίγουρος:
- ας είσαι θαρρούμενος, δεν θέλει διαβήν η Κερεκή και θόλομεν εσμικτήν αντάμα (Μαχ. 6562).
- 2) Εξασφαλισμένος, ασφαλής:
- οι εγγυτάδες να ένι τοιούτοι άνθρωποι, διά να ένι καλά θαρρούμενος απ’ αυτούς (Ασσίζ. 45915).
- 1) Σίγουρος:
[αρχ. θαρσέω (θαρρέω). Η μτχ. θαρρούμενος και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.