Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θαρρετός, επίθ.
-
- 1) Θαρραλέος:
- ήτον κλέπτης (ενν. ο Μουσούρ) φοβερός και θαρρετός (Διγ. Α 2735).
- 2) Βέβαιος:
- ας είσαι εις τούτο θαρρετή (Ερωτόκρ. Γ´ 1405).
- 3) Πιθανός:
- έχεις το τούτο θαρρετό; (Φαλιέρ., Ιστ. 317).
- 4)
- α) Έμπιστος:
- δεν έχομε πράμαν … δικό μας, ουδέ θαρρετό τινάν (Φαλιέρ., Ρίμ. 94)·
- β) που εμπιστεύεται κάπ. ή κ.:
- ας είστε θαρρετοί εις του Θεού την χάρη (Παλαμήδ., Βοηβ. 257)·
- γ) ενθαρρυντικός:
- θαρρετό σημάδι (Φαλιέρ., Ιστ. 171).
- α) Έμπιστος:
[<θαρρώ. Η λ. στο Du Cange (λ. θάρος) και σήμ.]
- 1) Θαρραλέος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαρρετός -ή -ό [θaretós] Ε1 : θαρραλέος.
θαρρετά ΕΠIΡΡ: Mιλάει / κοιτάζει ~. Προχωρούσε ~ μέσα στο σκοτάδι. [μσν. θαρρετός < θαρρε- (θαρρώ) (πρβ. μσν. αόρ. θάρρεσα) -τός]