Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θανατώνω [θanatóno] -ομαι Ρ1 : 1α. προκαλώ βίαιο θάνατο· σκοτώνω: Πολλοί αιχμάλωτοι θανατώθηκαν από το μαινόμενο πλήθος. Tα γέρικα ζώα πρέπει να τα θανατώνουν με ανώδυνο τρόπο. β. εκτελώ θανατική ποινή: Πολλοί αγωνιστές του ΄21 θανατώθηκαν με σκληρά βασανιστήρια. Στην αρχαία Aθήνα οι καταδικασμένοι θανατώνονταν με κώνειο. 2. (μτφ.) α. προκαλώ σε κπ. δυνατό πόνο: Mε θανάτωσε ο πονόδοντος. Mου πάτησες τον κάλο και με θανάτωσες. β. προκαλώ σε κπ. μεγάλη στενοχώρια: Mε θανάτωσες με τα λόγια σου.
[μσν. θανατώνω < αρχ. θανατ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- θανατώνω· θανατώννω· μτχ. παρκ. αθανατωμένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Σκοτώνω:
- Ένα θεριό ο Ηρακλής ήθελε θανατώσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4983)·
- (με υπερβολή):
- πώς με θανατώνεις με τσι δουλειές απ’ άρχισες να μου ξεφανερώνεις (Ερωφ. Β´ 71)·
- (με σύστ. αντικ.):
- να τους θανατώσουν με άσχημον θάνατον (Ασσίζ. 4685)·
- β) συντρίβω:
- μη θανατωθείτε όμπροστε στους οχτρούς σας (Πεντ. Δευτ. I 42).
- α) Σκοτώνω:
- 2) (Μεταφ.) καταργώ, ματαιώνω:
- εάν θανατώνετε τας πράξεις του κορμίου με το πνεύμα, θέλετε ζήσει (Χριστ. διδασκ. 61).
- 3) Αφανίζω:
- τσι χάρες εθανάτωσες (Ερωφ. Ε´ 577).
- 1)
- II. (Μέσ.) πεθαίνω:
- εθανατώθη πρικαμένη (Βοσκοπ. 396).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1)
- α) Νεκρός:
- θανατωμένος κάτεχε πως βρίσκεται μιαν ώρα (Φορτουν. Β´ 414)·
- β) (μεταφ.) πνευματικά νεκρός, αμαρτωλός:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 287v).
- α) Νεκρός:
- 2) Που προκαλεί το θάνατο, θανατηφόρος:
- ο Έρωτας για λόγου σου πληγήν θανατωμένην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1358]).
- 3) Που προέρχεται από ετοιμοθάνατο:
- λόγια θανατωμένα (Ερωτόκρ. Δ´ 1087).
- 1)
[αρχ. θανατόω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.