Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θανατηφόρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
θανατηφόρος, επίθ.
  • 1)
    • α) Που προκαλεί το θάνατο:
      • θανατηφόρον να ποίσω σ’ αυτούς πόλεμον (Κορων., Μπούας 76
    • β) σχετικός με το θάνατο:
      • θανατηφόρον μοίραν (Κορων., Μπούας 102
    • γ) (νομ.) που επισύρει ως ποινή το θάνατο:
      • κρίσες θανατηφόροι (Ασσίζ. 2846).
  • 2) (Προκ. για εχθρό) θανάσιμος:
    • (Ζήνου, Βατραχ. 96).

[αρχ. επίθ. θανατηφόρος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θανατηφόρος -α -ο [θanatifóros] Ε4 : που προκαλεί θάνατο· (πρβ. θανάσιμος): Θανατηφόρα σύγκρουση / επιδημία. Θανατηφόρο δυστύχημα / τραύμα. Tο δάγκωμα της οχιάς είναι θανατηφόρο.

[λόγ. < αρχ. θανατηφόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες