Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θανάτωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θανάτωση η [θanátosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θανατώνω1.

[λόγ. < αρχ. θανάτω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες