Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θανάσιμος, επίθ.· αθανάσιμος· θανάσιος.
-
- 1)
- α) Θανατηφόρος:
- θανάσιμον πληγήν (Ασσίζ. 4696)·
- β) που επισύρει ως τιμωρία το θάνατο:
- θανάσιμον όρκον (Βίος Αλ. 843)·
- γ) (μεταφ., προκ. για εχθρό):
- (Θησ. Ε´ [826]).
- α) Θανατηφόρος:
- 2) Καταστροφικός, επιζήμιος:
- ήψατο (ενν. έργου) λίαν επιζημίου και θανασίμου (Δούκ. 29530).
[αρχ. επίθ. θανάσιμος. Ο τ. αθ‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θανάσιμος -η -ο [θanásimos] Ε5 : 1. που επιφέρει το θάνατο· (πρβ. θανατηφόρος): Θανάσιμο χτύπημα / τραύμα. 2. (μτφ.) πολύ σοβαρός, υπερβολικά επικίνδυνος: Θανάσιμο σφάλμα / μίσος. ~ εχθρός, άσπονδος. ~ κίνδυνος απειλεί την ανθρωπότητα. Ο πόλεμος ήταν θανάσιμο πλήγμα για την οικονομία της χώρας. || (εκκλ.): Θανάσιμο αμάρτημα, ασυγχώρητο. Tα επτά θανάσιμα αμαρτήματα.
θανάσιμα ΕΠIΡΡ: Tραυματίστηκε ~. Tον μισεί ~. [λόγ. < αρχ. θανάσιμος]