Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θάμπος το [θámbos] Ο46α : 1. (λογοτ.) δυνατό, διάχυτο φως που θαμπώνει τα μάτια: Tα θάμπη του ουρανού. Tο κόκκινο ~ της δύσης. 2. (μτφ.) για κτ. που η ακτινοβολία του μαγεύει, προκαλεί θαυμασμό.
[αρχ. θάμβος `έκπληξη από κτ. που βλέπουμε΄ (προφ. [mb] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- θαμπός, επίθ.
-
- 1) Θαμπός:
- ήλιο θαμπό και σκοτεινό με δίχως τες ακτίνες (Ερωτόκρ. Β´ 172).
- 2) (Μεταφ.) θολός, βρόμικος:
- θαμπό είναι πλήσια το κρίμα οπού γίνεται κι ακάθαρτον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [447]).
[<επίθ. θαμβός (12. αι., L‑S). Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Θαμπός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαμπός -ή -ό [θambós] Ε1 : 1. που δεν είναι καθαρός ή διαφανής: ~ καθρέφτης. Θαμπά τζάμια. 2α. που δεν είναι έντονος, φωτεινός: Θαμπό φως / χρώμα. || (επέκτ.): ~ ουρανός. Θαμπό δειλινό. || (μτφ.): Θαμπές εντυπώσεις / αναμνήσεις, αμυδρές, θολές. β. που οι λεπτομέρειές του δε διακρίνονται εύκολα: Θαμπή εικόνα. Mια παλιά θαμπή φωτογραφία.
θαμπά ΕΠIΡΡ: Bλέπει ~, όχι τελείως καθαρά. [μσν. θαμβός `έκπληκτος΄ < αρχ. ουσ. θάμβος, κατά το σχ.: οξύτονο επίθ. - παροξύτονο ουσ., π.χ.: βραδύς - βράδυ (προφ. αρχ. και μσν. [mb] )]