Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαμνώδης -ης -ες [θamnóδis] Ε11 : 1. (για τόπο) που είναι γεμάτος από θάμνους: ~ έκταση. 2. που μοιάζει με θάμνο· θαμνοειδής: Θαμνώδη φυτά.
[λόγ. < ελνστ. θαμνώδης]