Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θαλερός, επίθ.
-
- 1) Θαλερός:
- (Λίβ. N 2737).
- 2) Νεαρός, νέος:
- Πρεσβύτεροι και θαλεροί (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1215).
- Το ουδ. ως ουσ. = ανθηρότητα, δροσιά:
- διά του τόπου το εύμνοστον και διά το θαλερόν του (Λίβ. N 3473).
[αρχ. επίθ. θαλερός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Θαλερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαλερός -ή -ό [θalerós] Ε1 : 1. (για φυτό) που βρίσκεται σε άνθηση· πράσινος, φρέσκος: Θαλερό δέντρο / κλωνάρι. 2. (μτφ. για άνθρ.) που διατηρεί την ακμαιότητά του, σφριγηλός, ζωηρός, νεανικός: Ένας ~ εξηντάρης.
[λόγ. < αρχ. θαλερός]