Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαλασσοκρατορία η [θalasokratoría] Ο25 : ηγεμονία, κυριαρχία στη θάλασσα· θαλασσοκρατία: H ~ των Φοινίκων / των Aθηναίων / των Bενετών / της Aγγλίας.
[λόγ. θαλασσοκρατορ- (δες θαλασσοκράτορας) -ία]