Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαλασσοκράτορας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλασσοκράτορας ο [θalasokrátoras] Ο5 θηλ. θαλασσοκράτειρα [θala sokrátira] Ο27 & (λογοτ.) θαλασσοκρατόρισσα [θalasokratórisa] Ο27 : (για κράτος ή ηγεμόνα) αυτός που κυριαρχεί στη θάλασσα, επειδή διαθέτει ισχυρό στόλο και κατέχει επίκαιρες θέσεις: Ως πρώτοι θαλασσοκράτορες αναφέρονται οι αρχαίοι Kρήτες. H πρώην θαλασσοκράτειρα Mεγάλη Bρετανία.

[λόγ. < αρχ. θαλασσοκράτωρ, αιτ. -ορα· λόγ. θαλασ σο(κράτωρ) -κράτειρα· θαλασσοκράτορ(ας) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες