Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαλασσής -ιά -ί [θalasís] Ε8 & θαλασσί [θalasí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της θάλασσας· γαλάζιος: Θαλασσί φόρεμα / πουκάμισο. Θαλασσί / θαλασσιά φούστα. || (ως ουσ.) το θαλασσί, το θαλασσί χρώμα: Nτύθηκε στα θαλασσιά, για ρούχα.
[θάλασσ(α) -ής· θάλασσ(α) -ί 4]