Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαλαμηγός η [θalamiγós] Ο34 : πολυτελές επιβατικό σκάφος, συνήθ. ιδιωτικό, που χρησιμοποιείται για ταξίδια αναψυχής· (πρβ. κότερο, γιοτ): Tο καλοκαίρι θα κάνω κρουαζιέρα στα νησιά με μια θαλαμηγό.
[λόγ. < ελνστ. θαλαμηγός (ενν. ναῦς) (αιγυπτιακό πλοίο με καμπίνες)]