Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαλαμίσκος ο [θalamískos] Ο18 : μικρός περίκλειστος χώρος, εφοδιασμένος συνήθ. με επιστημονικά όργανα και προορισμένος για ειδικές (επιστημονικές) χρήσεις: ~ διαστημοπλοίου / βαθυσκάφους. Ένα πλοίο περισυνέλεξε το θαλαμίσκο με τους δύο αστροναύτες.
[λόγ. θάλαμ(ος) -ίσκος (πρβ. σπάν. ελνστ. θαλαμίσκος `μικρός κοιτώνας΄)]