Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαλάμι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλάμι το [θalámi] Ο44 : κοίλωμα του εδάφους κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, που χρησιμοποιείται από υδρόβια ζώα ως φωλιά: Tο ~ του χταποδιού / του κάβουρα. Kαμακώνει τα χταπόδια μέσα στο ~ τους.

[αρχ. θαλάμη, με αλλ. γένους από σύμπτ. της προφ. του <η> και του <ι> (δες στο H) ή < *θαλάμιον υποκορ. του αρχ. θαλάμ(η) -ιον]

[Λεξικό Κριαρά]
θαλάμιν το.
  • Θάλαμος, αίθουσα:
    • βασιλικόν … θαλάμιν (Ροδολ. Δ´ 346).

[<αρχ. ουσ. θαλάμη + κατάλ. ιν. Η λ. και σήμ. (ι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλαμίσκος ο [θalamískos] Ο18 : μικρός περίκλειστος χώρος, εφοδιασμένος συνήθ. με επιστημονικά όργανα και προορισμένος για ειδικές (επιστημονικές) χρήσεις: ~ διαστημοπλοίου / βαθυσκάφους. Ένα πλοίο περισυνέλεξε το θαλαμίσκο με τους δύο αστροναύτες.

[λόγ. θάλαμ(ος) -ίσκος (πρβ. σπάν. ελνστ. θαλαμίσκος `μικρός κοιτώνας΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες