Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θήραμα το [θírama] Ο49 : 1. κάθε ζώο ή πτηνό, κυρίως άγριο, που οι κυνηγοί επιδιώκουν να το σκοτώσουν ή να το συλλάβουν: Tόπος πλούσιος σε θηράματα, κυνήγι. Προστασία των θηραμάτων από τη λαθροθηρία. || (λόγ.) ζώο ή πτηνό που το σκότωσε κυνηγός· κυνήγι. 2. λεία άγριου ζώου. 3. (βιολ.) είδος που τρώγεται από ένα άλλο.
[λόγ. < αρχ. θήραμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- θήραμα το.
-
- α) Θήραμα:
- (Διγ. Z 3336)·
- (μεταφ.):
- (Έκθ. χρον. 1011)·
- β) εύρημα, απόκτημα:
- Θήραμα … ενέτυχον … κόρην (Διγ. Z 3283).
[αρχ. ουσ. θήραμα. Η λ. και σήμ.]
- α) Θήραμα: