Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θήρα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θήρα η [θíra] Ο25 : (λόγ.) κυνήγι.

[λόγ. < αρχ. θήρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηραϊκός -ή -ό [θiraikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νησί Θήρα, που ανήκει σ΄ αυτή ή που προέρχεται από αυτή: ~ πολιτισμός. Θηραϊκά νομίσματα. Θηραϊκή γη, είδος χώματος που προέρχεται από ηφαιστειακά κατάλοιπα και που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τσιμέντων ή ως μονωτικό υλικό.

[λόγ. < ελνστ. θηραϊκός & σημδ. αγγλ. Santorin earth]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θήραμα το [θírama] Ο49 : 1. κάθε ζώο ή πτηνό, κυρίως άγριο, που οι κυνηγοί επιδιώκουν να το σκοτώσουν ή να το συλλάβουν: Tόπος πλούσιος σε θηράματα, κυνήγι. Προστασία των θηραμάτων από τη λαθροθηρία. || (λόγ.) ζώο ή πτηνό που το σκότωσε κυνηγός· κυνήγι. 2. λεία άγριου ζώου. 3. (βιολ.) είδος που τρώγεται από ένα άλλο.

[λόγ. < αρχ. θήραμα]

[Λεξικό Κριαρά]
θήραμα το.
  • α) Θήραμα:
    • (Διγ. Z 3336
    • (μεταφ.):
      • (Έκθ. χρον. 1011
  • β) εύρημα, απόκτημα:
    • Θήραμα … ενέτυχον … κόρην (Διγ. Z 3283).

[αρχ. ουσ. θήραμα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες