Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θήκη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θήκη η [θíki] Ο30 : α. περικάλυμμα που έχει λίγο μεγαλύτερες διαστάσεις και συχνά το ίδιο σχήμα με το αντικείμενο που τοποθετούν για λόγους προστασίας μέσα σ΄ αυτό: H ~ των γυαλιών / του ψαλιδιού / του βιολιού / της ομπρέλας. H ~ του ξίφους, θηκάρι. ~ από δέρμα / ύφασμα / ξύλο / μέταλλο. β. κουτί χωρισμένο συνήθ. σε θέσεις όπου τοποθετούν διάφορα ομοειδή αντικείμενα: ~ για τα μαχαιροπίρουνα / εργαλεία.

[αρχ. θήκη]

[Λεξικό Κριαρά]
θήκη η.
  • 1) Θήκη:
    • Βάλε στη θήκη το σπαθί (Πανώρ. Β´ 554).
  • 2) Αποθήκη, κατάστημα:
    • έβαλον τα πράγματα ένδοθεν εις τας θήκας (Διγ. Z 1227
    • (σε παροιμ.· βλ. Πολ. Ν., Παροιμ. Δ´ 635-6):
      • Εβραίος όζει και βρομεί και όλη του η θήκη (Διήγ. παιδ. 424).
  • 3) Ταμείο· περιουσία (πβ. ενθήκη):
    • Εσύ έφαγες την θήκην σου (Πουλολ. 14 κριτ. υπ).
  • 4) Χώρος όπου αποθηκεύεται νερό, για να χρησιμοποιηθεί σε λουτρό:
    • εποίησαν εις το λουτρόν ολόχαλκον την θήκην (Διγ. Z 113).

[αρχ. ουσ. θήκη. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες