Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θέτω [θéto] -ομαι, τίθεμαι [tíθeme] Ρ αόρ. έθεσα, απαρέμφ. θέσει, παθ. τίθεμαι, τίθεσαι, τίθεται, τιθέμεθα, τίθεστε, τίθενται, και (προφ.) θέτομαι, πρτ. γ' πρόσ. ετίθετο, ετίθεντο, αόρ. τέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ετέθη, ετέθησαν, απαρέμφ. τεθεί : 1. (λόγ.) βάζω, τοποθετώ. ΦΡ ~ τον δάκτυλον* εις τον τύπον των ήλων. 2α. σε περιφράσεις: ~ σε εφαρμογή / σε κίνηση / σε λειτουργία, βάζω. ~ νόμους. ~ κπ. ή κτ. υπό αμφισβήτηση / επιτήρηση / κηδεμονία / έλεγχο / κρίση / απαγόρευση. H επανάσταση του 1821 έθεσε τέρμα στην τουρκική κυριαρχία. Tίθεμαι σε εφαρμογή / σε κίνηση / σε λειτουργία, μπαίνω. Tίθεμαι επικεφαλής, μπαίνω. β. βάζω: ~ τις βάσεις / τα θεμέλια (της δημοκρατίας / της παιδείας κτλ.). Tέθηκαν οι βάσεις για την ανάκαμψη της οικονομίας. Έθεσε στη ζωή του υψηλούς στόχους. ~ όρους. 3. με αφηρημένα ουσιαστικά όπως π.χ. θέμα, ζήτημα, ερώτημα κτλ.: H κυβέρνηση θα θέσει θέμα εμπιστοσύνης στη βουλή. Οι ακροατές έθεσαν ερωτήματα στον ομιλητή. Aύριο θα τεθεί το θέμα στην κοινοβουλευτική ομάδα. (έκφρ.) δεν τίθεται θέμα* / ζήτημα*. ~ (κτ.) υπόψη* κάποιου. ΦΡ ~ επί τάπητος*. ~ κπ. ή κτ. εκτός μάχης*. ~ κπ. εκποδών*.
[λόγ. < μσν. θέτω < ελνστ. αόρ. *ἔθεσα (αναλ. προς το σχ.: αρχ. πίπτω `πέφτω΄ - αόρ. αρχ. ἔπεσον, ελνστ. ἔπεσα) του αρχ. ρ. τίθημι (θέμα θεσ- / θετ-, π.χ. προστ. θές, θέτε, συγγ. θέσις, θετός)· λόγ. < αρχ. τίθεμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- θέτω· αόρ. έθηκα· έθησα· γ´ εν. αορ. έθην· γ´ πληθ. αορ. εθεύμαν· μτχ. παρκ. θεσμένος.
-
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Τοποθετώ, βάζω:
- στέφανα ολόχρυσα τας κεφαλάς των θέτει (Διγ. Esc. 1053)·
- β) τακτοποιώ:
- Εθέκαν τα κοντάρια τους (Ιμπ. 125)·
- γ) καθορίζω:
- αναλογίας εθέκασιν εις το χάρτωμαν (Ασσίζ. 36814).
- α) Τοποθετώ, βάζω:
- 2) Φρ.
- α) θέτω την κατούνα = στρατοπεδεύω:
- (Λίβ. N 2839)·
- β) θέτω απίλογον = απαντώ, απολογούμαι:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 183 κριτ. υπ.)·
- γ) θέτω εις ζεύγλην = υποδουλώνω:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 813)·
- δ) θέτω μαρτυρίαν επάνω σε κάπ. = κατοχυρώνω κάπ. με μαρτυρία:
- (Ελλην. νόμ. 55524)·
- ε) θέτω τον νουν (μου) =
- (α) προσέχω:
- (Σπαν. A 256)·
- (β) αφοσιώνομαι:
- (Φλώρ. 1472)·
- (α) προσέχω:
- στ) θέτω κ. στην καρδίαν (μου) = αποφασίζω κ.:
- (Αχέλ. 200)·
- ζ) θέτω όνομα = ονομάζω:
- (Ιμπ. 77)·
- η) θέτω τον πόθον πρός τινα = ερωτεύομαι κάπ.:
- (Καλλίμ. 2282)·
- θ) θέτω εις ρίμα = γράφω ποίημα:
- (Βίος Δημ. Μοσχ. 35)·
- ι) θέτω εις κρότος = τρέπω σε φυγή:
- (Χρον. Μορ. H 5401).
- α) θέτω την κατούνα = στρατοπεδεύω:
- 3) Βάζω κάπ. να ξαπλώσει, να κοιμηθεί:
- οψές αργάς σ’ έθεκα, καλογιέ μου (Θυσ. 419).
- 4) Αναφέρω σε κάπ. κ.:
- Ήρξατο … και άλλα να με θέτει (Λίβ. (Lamb.) N 497).
- 5) Θεωρώ:
- τα πάντα θέσ’ τα εις μωρίαν (Σπαν. O 191).
- 6) Αναθέτω:
- θέτει την κρίσιν και ζητεί απόφασιν (Ελλην. νόμ. 54810).
- 7) Θυσιάζω:
- θέτει (ενν. ο Ιάγγος) ζωήν διά πολλούς (Αργυρ., Βάρν. Κ 42).
- 8) Διορίζω, εγκαθιστώ:
- Μαρκέζην … έθηκε στρατηγόν του (Κορων., Μπούας 59).
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- α) Πλαγιάζω, ξαπλώνω:
- καταπώς εθέκασιν, εδέτσι εσηκωθήκα (Ερωτόκρ. Γ´ 651)·
- β) χαμηλώνω:
- η ρίζα την κορφήν εκέλευσε να θέσει (Απόκοπ. 52).
- α) Πλαγιάζω, ξαπλώνω:
- Η μτχ. παρκ. θεμένος ως επίθ. = θετός:
- θέλεις πατέρας φυσικός, θέλεις πατήρ θεμένος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [636]).
[<αρχ. τίθημι. Οι αόρ. εθέκα, έθηκα και εθήκα και σήμ. ποντ. Η λ. στο Meursius (‑ττειν) και σήμ.]
- Α´ Μτβ.