Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θέσει [θési] επίρρ. : (για ιδιότητα που αποκτά κάποιος ή κτ.) λόγω της θέσης του. ANT φύσει: Οι γονείς είναι φύσει και ~ υπεύθυνοι για την ανατροφή των παιδιών τους. Ο υπουργός παιδείας είναι ο ~ αρμοδιότερος για τα εκπαιδευτικά θέματα. || (στημ αρχ. ελλην. γραμμ.) ~ μακρόχρονη / μακρά συλλαβή, που έχει βραχύχρονο φωνήεν, αλλά ύστερα από αυτό ακολουθούν δύο ή περισσότερα σύμφωνα ή ένα διπλό, π.χ. σε-μνός, ένδο-ξος, ί-ππος.
[λόγ. < αρχ. θέσει, δοτ. της λ. θέσις (δες θέση)]