Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θέρμες οι [θérmes] Ο30 : δημόσια λουτρά, στην αρχαία Ρώμη, που συνήθ. ανήκαν σε ένα ευρύτερο κτιριακό συγκρότημα με χώρους αναψυχής, άθλησης, ανάπαυσης κτλ. || ιδιωτικά λουτρά σε ρωμαϊκές επαύλεις.
[λόγ. αντδ. θέρμαι < λατ. thermae < ελνστ. θέρμαι `θερμές πηγές΄]