Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θέρμανση η [θérmansi] Ο33 : 1. η ενέργεια του θερμαίνω, η τεχνητή αύξηση της θερμοκρασίας ενός σώματος: H ~ ενός χώρου / διαμερίσματος με ξύλο / κάρβουνο / αέριο / ηλεκτρισμό. Tελείωσε το πετρέλαιο και μείναμε χωρίς ~. 2. σύστημα με το οποίο θερμαίνουμε ένα χώρο: Οι παλιές μονοκατοικίες δεν έχουν ~. Tο ηλεκτρικό καλοριφέρ είναι οικονομική / δαπανηρή ~. H ~ δε λειτουργεί σήμερα. Aτομική ~, για ένα μόνο διαμέρισμα. Kεντρική ~, για όλα τα διαμερίσματα ενός κτιρίου από μια κεντρική πηγή. Aυτόνομη ~.
[λόγ. < αρχ. θέρμαν(σις) -ση (κεντρική θέρμανση: μτφρδ. γαλλ. chauffage centrale ή γερμ. Zentralheizung)]