Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θέρετρο το [θéretro] Ο40 : α. τόπος κατάλληλος για θερινές διακοπές, παραθεριστικό κέντρο: H Bυτίνα είναι ένα από τα πιο γνωστά ορεινά θέρετρα. β. συγκρότημα κατοικιών για θερινή διαμονή: Tο ~ για τις οικογένειες των υπαλλήλων υπουργείου / τράπεζας κτλ.
[λόγ. < αρχ. θέρετρον]